- μπουμπούκιασμα
- [бубукьязма] ουσ. о. пускание почек,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μπουμπούκιασμα — το [μπουμπουκιάζω] 1. το ξεπέταγμα τών μπουμπουκιών, η έναρξη τής ανθοφορίας 2. μτφ. η ηλικία τής ήβης, η νεότητα … Dictionary of Greek